- Κρονικαί
- ΚρονικόςSaturnfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρονικαί — κρονικός Saturn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρονικός — κρονικός, ή, όν (Α) [Κρόνος] 1. κρόνιος* 2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.) 3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» λεγόταν για τους μύωπες … Dictionary of Greek
λήμη — η (AM λήμη, Μ και λήμμη) ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό τού ματιού, η τσίμπλα αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λῆμαι τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια 2. φρ. α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς… … Dictionary of Greek